απεχθεια

απεχθεια
    ἀπέχθεια
    ἀπ-έχθεια
    ἥ (реже pl.) ненависть, вражда, неприязнь Isocr., Plat., Aeschin., Arst., Plut.
    

ἐλθεῖν τινι δι΄ ἀπεχθείας Aesch. или εἰς ἀπέχθειαν Dem. — навлечь на себя чью-л. ненависть


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απεχθεια" в других словарях:

  • ἀπεχθεία — ἀπεχθείᾱ , ἀπέχθεια hatred fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεχθείᾳ — ἀπεχθείᾱͅ , ἀπέχθεια hatred fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέχθεια — hatred fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απέχθεια — η (AM ἀπέχθεια) [απεχθής] αντιπάθεια, αποστροφή, εχθρότητα …   Dictionary of Greek

  • απέχθεια — η σιχαμάρα: Πάντα είχα μια απέχθεια στο πρόσωπο αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπεχθείας — ἀπεχθείᾱς , ἀπέχθεια hatred fem acc pl ἀπεχθείᾱς , ἀπέχθεια hatred fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεχθείαι — ἀπεχθείᾱͅ , ἀπέχθεια hatred fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεχθειῶν — ἀπέχθεια hatred fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεχθείαις — ἀπέχθεια hatred fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέχθειαι — ἀπέχθεια hatred fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέχθειαν — ἀπέχθεια hatred fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»